Οι συζητήσεις για τη διατροφή είναι πολύ συχνές, σε παρέες, στη δουλειά, στο γιατρό, στην οικογένεια, στο διαδίκτυο.  Η διατροφή προβληματίζει γιατί είναι φαινόμενο καθημερινό, φυσική ανάγκη, απαραίτητη λειτουργία, αλλά και κοινωνική συναναστροφή.

Στην κοινωνική διάσταση της διατροφής, οφείλονται πολλές φορές τα διάφορα διατροφικά προβλήματα: ‘δεν πρόλαβα να φάω’, ‘τσίμπησα κάτι γιατί δε μαγείρεψα’, ‘πήρα κάτι απέξω γιατί έλειπα όλη μέρα από το σπίτι’.

Η φιλοσοφία, οι παραδόσεις και η θρησκεία του κάθε ανθρώπου επίσης καθορίζουν τις διατροφικές του συνήθειες: οι χορτοφάγοι δεν τρώνε κρέας, οι Ιάπωνες τρώνε ωμό ψάρι, οι μουσουλμάνοι δεν τρώνε χοιρινό, οι Ελβετοί τρώνε άλογα, οι Ασιάτες τρώνε ακρίδες. Σε γιορτινές μέρες τα τραπέζια είναι πλούσια, σε περιόδους θρησκευτικής νηστείας αποκλείονται κάποια τρόφιμα στους χριστιανούς, ενώ υπάρχουν πολλές ώρες καθολικής νηστείας στους μουσουλμάνους και πολλά άλλα.

Πολύ συχνά οι διατροφικές μας συνήθειες συνδέονται με την ψυχολογία. ‘Αγχώθηκα’ ή ‘Στενοχωρήθηκα’ , λέει κανείς, ‘και μου κόπηκε η όρεξη’ ή ‘και ξέσπασα στο φαγητό’, απόδειξη του πόσο ισχυρά τα συναισθήματα επηρεάζουν τη σχέση μας με το φαγητό. Κάποιες φορές αυτό γίνεται υποσυνείδητα με τη μορφή τσιμπολογήματος.

Η συμπεριφορά μας αυτή απέναντι στο φαγητό μπορεί να οδηγήσει σε μία σειρά από διατροφικές ανεπάρκειες που αφορούν βιταμίνες, μέταλλα και ιχνοστοιχεία, απαραίτητα συστατικά για την ορθή λειτουργία του οργανισμού μας, αλλά και πιο σοβαρές περιπτώσεις υποσιτισμού με έλλειψη πρωτεϊνών και τελικά καχεξία με ολέθριες συνέπειες για την υγεία ή και τη ζωή.

Άλλοτε πάλι η διαταραγμένη συμπεριφορά μας ως προς το φαγητό έχει ως αποτέλεσμα να νοσήσουμε από παχυσαρκία, η οποία πολύ συχνά συνοδεύεται από ποικίλες διατροφικές ελλείψεις. Η ύπαρξη παραπάνω κιλών δεν αποκλείει τη συνύπαρξη πολλαπλών διατροφικών ανεπαρκειών. Η εκδήλωση της παχυσαρκίας σημαίνει λανθασμένες διατροφικές συνήθειες άρα διαταραγμένη διατροφή, επομένως περίσσεια βλαβερών συστατικών και έλλειψη χρήσιμων.

Βέβαια, οι διατροφικές ελλείψεις μπορεί να οφείλονται και σε χρόνιες ή οξείες παθήσεις, όπως μια βαριά λοίμωξη,  μια ασθένεια του πεπτικού συστήματος, μία κακοήθεια, μία ψυχογενή διαταραχή.

Οι διατροφικές ελλείψεις δε φαίνονται απαραίτητα στις εργαστηριακές εξετάσεις, εκτός και αν είναι πολύ σοβαρές. Η διενέργεια περίπλοκων και ακριβών εξετάσεων δεν ωφελεί, καθώς η κλινική γνώση σχετικά με το τι ορίζεται ως ορθή διατροφή υπερκαλύπτει αυτή την ανάγκη. Εξαίρεση αποτελούν σπάνιες νόσοι του μεταβολισμού ή νόσοι του γαστρεντερικού που εμποδίζουν τη σωστή απορρόφηση της τροφής σε μία κατά τα άλλα φυσιολογικότατη διατροφή.

Αντιλαμβανόμαστε επομένως τη μεγάλη σημασία της ιατρικής κλινικής αξιολόγησης και διερεύνησης πριν καταφύγουμε σε μέτρα αντιμετώπισης του προβλήματος, όπως σκευάσματα, ειδικές τροφές, διατροφές κλπ. , ώστε να καθοριστεί αν το πρόβλημα οφείλεται σε κάποια νόσο ή σε κάποια παρεκκλίνουσα διατροφική συμπεριφορά.

Χωρίς σωστή διάγνωση δεν μπορεί να υπάρξει σωστή θεραπεία. Υπεύθυνη διάγνωση και θεραπευτική πρόταση αναλαμβάνει μόνο ο γιατρός και δη ο ειδικός ενδοκρινολόγος.