Η ξανθιώτισσα ιατρός Σταυρούλα Παπαδοπούλου περιγράφει στο «Ε» πώς πήρε την απόφαση να φύγει στο εξωτερικό και στη συνέχεια να επιστρέψει στα χρόνια της κορύφωσης της κρίσης

Περιγράφει τις ευκαιρίες που δίνονται για τους νέους επιστήμονες στις χώρες της Ευρώπης, τις δυσκολίες που αποκτά και ποια δύναμη τον καλεί στον τόπο του, παρά τις περιορισμένες προοπτικές

Το γνωστό brain drain, η μαζική φυγή νέων επιστημόνων στο εξωτερικό, όχι τόσο με εφαλτήριο την υψηλή επαγγελματική ανέλιξη, αλλά αναγνωρίζοντας την ανάγκη εύρεσης προοπτικών εργασίας στον κλάδο του καθενός, με μεγαλύτερες προοπτικές, αποτελεί για την χώρα μας μια μεγάλη πληγή, αν υπολογίσουμε ότι από τους 200.000 Έλληνες που μετανάστευσαν στο εξωτερικό από το 2010 και μετά το 75% είναι πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εκ των οποίων το ένα τρίτο αφορά είτε άτομα με μεταπτυχιακές σπουδές είτε απόφοιτους ιατρικών σχολών και του Πολυτεχνείου. Η ξανθιώτισσα ιατρός Σταυρούλα Παπαδοπούλου είναι από τους λίγους Έλληνες που παρά τη συγκυρία της κρίσης, επέλεξαν να επιστρέψουν στον τόπο τους μετά από μακρά επαγγελματική πορεία στο εξωτερικό. Μέσα από μία πολύ αποκαλυπτική συνέντευξη, η ίδια περιγράφει στο «Ε» τους λόγους που αποφάσισε να φύγει, τις ευκαιρίες που συνάντησε, τις δυσκολίες που έπρεπε να αντιμετωπίσει και την εσωτερική δύναμη που την έκανε να επιστρέφει και να επιλέξει να παρέχει τις ιατρικές της υπηρεσίες στους συντοπίτες της. «Ε»: Γιατί φύγατε από την Ελλάδα; Σ.Π.: Γιατί τότε δεν υπήρχε θέση ούτε για αγροτικό ούτε για ειδικότητα, που ήταν η φυσική συνέχεια των σπουδών μου. Από το νηπιαγωγείο ακόμη ήμουν επαγγελματίας μαθήτρια. Όλη μου τη ζωή τη θυμάμαι με διάβασμα. Νιώθω ότι έκανα το χρέος μου προς την πατρίδα, κατακτώντας πρωτιές τη μια μετά την άλλη, συμμετέχοντας στις δοξολογίες και τις παρελάσεις ως σημαιοφόρος, όταν οι συμμαθητές μου απολάμβαναν τον ύπνο ή τη βόλτα τους. Πέρασα στο πανεπιστήμιο ως αριστούχος σύμφωνα με το ελληνικό σύστημα αξιολόγησης που είναι οι πανελλαδικές εξετάσεις. Τελείωσα τις σπουδές μου ακριβώς στα 6 χρόνια. Όλα με πολλούς κόπους, με ένα δύσκολο κοινωνικό υπόβαθρο, ορφανή από πατέρα από τριών χρονών. Τελειώνοντας λοιπόν τις σπουδές μου, λαχταρούσα να αναλάβω μια θέση αγροτικού ιατρού, να συνεχίσω να υπηρετώ την ιατρική, την πατρίδα μου και τους πολίτες της. Η Ελλάδα όμως επέλεξε διαφορετικά. Απόφοιτοι ιατρικής του εξωτερικού, μεγαλύτεροι ηλικιακά από εμένα, άρα με περισσότερα μόρια, καταλάμβαναν τις λιγοστές θέσεις αγροτικού. Τρεις φορές έκανα αίτηση χωρίς αποτέλεσμα. Η απογοήτευσή μου και η ανησυχία ότι θα ξεχνούσα και αυτά που ήξερα αν έχανα χρόνο, όλο και μεγάλωναν. Για θέση ειδικότητας ούτε συζήτηση, 5 χρόνια αναμονή για το νοσοκομείο της Ξάνθης και μετά άλλα 10 χρόνια, για την ενδοκρινολογία. Οι Ελβετοί με πήραν αμέσως μόλις έκανα τα χαρτιά μου. Εσείς τι θα κάνατε; «Ε»: Κατέχετε σήμερα ειδικότητες ειδικής παθολόγου, ειδικής ενδοκρινολόγου και γενικού ιατρού; Γιατί κάνατε τρεις ειδικότητες; Σ.Π.: Γιατί στην Ελβετία, δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στην ενδοκρινολογία εάν δεν είσαι πρώτα παθολόγος, ούτε στην παθολογία εάν δεν είσαι γενικός γιατρός. Η Ελβετία είναι μία χώρα με εξαιρετικό προγραμματισμό. Όλα είναι υπολογισμένα. Ακόμη και το πόσοι γιατροί θα σπουδάσουν, πόσοι θα δουλέψουν στα νοσοκομεία, πόσοι στον ιδιωτικό τομέα, σε τι ειδικότητα κλπ. Είναι επίσης πλούσια χώρα και πολύ οργανωμένη, έχοντας νοσοκομειακές δομές ακόμη και σε μικρές περιοχές, που πληθυσμιακά αντιστοιχούν στα δικά μας χωριά. Χρειάζονται λοιπόν μεγάλο αριθμό γενικών γιατρών και παθολόγων και λιγότερους ειδικούς, όπως ενδοκρινολόγους, οι οποίοι βρίσκονται κυρίως στα πανεπιστημιακά νοσοκομεία των μεγάλων πόλεων. Αυτό σημαίνει ότι οι θέσεις ειδικότητας για την ενδοκρινολογία είναι πολύ λιγότερες, όπως άλλωστε και στην Ελλάδα. Γι’ αυτό λοιπόν, απαιτείται πρώτα να ολοκληρώσει κανείς την ειδικότητα της παθολογίας, προκειμένου να έχει πρόσβαση στην ενδοκρινολογία.  Και επειδή στο πρόγραμμα σπουδών της παθολογίας, συμπεριλαμβάνεται και αυτό της γενικής ιατρικής, δίνεται η δυνατότητα σε κάποιον να αποκτήσει και τις δύο αυτές ειδικότητες, πράγμα που έκανα και εγώ, πριν συνεχίσω στην ενδοκρινολογία που με ενδιέφερε εξαρχής. «Ε»: Στη συνέχεια επιλέξατε να φύγετε και να εργαστείτε στη Γαλλία. Πώς πήρατε αυτή την απόφαση; Σ.Π.: Γιατί έχει τεράστιο πλούτο περιστατικών και εξαιρετική εκπαιδευτική κουλτούρα. Η ενδοκρινολογία ασχολείται με πολλά σπάνια νοσήματα, πέραν του θυρεοειδούς. Για να εκπαιδευτεί κανείς σωστά και ολοκληρωμένα πρέπει να δουλέψει σε διαφορετικά νοσοκομεία, τα οποία συγκεντρώνουν αυτά τα περιστατικά. Η Ελβετία είναι μια μικρή χώρα σε σχέση με τη Γαλλία, ενώ το Παρίσι αριθμεί περί τους 10.000.000 κατοίκους. Μια μετακόμιση εκεί, έχοντας ήδη δύο τίτλους ειδικότητας και μία εξειδίκευση στη θεραπευτική εκπαίδευση από την Ελβετία, μου πρόσφερε άμεσα προαγωγή σε επιμελήτρια ενδοκρινολογίας και πρόσβαση σε πληθώρα εξειδικεύσεων της ειδικότητας. Οι Γάλλοι είναι πολύ δυνατοί στην εκπαίδευση, τους αρέσουν οι νέες ιδέες και τα σκεπτόμενα μυαλά. Θεωρώ λοιπόν ότι πήρα από την κάθε χώρα το καλύτερο: από την Ελβετία, τον οργανωμένο, συστηματικό και λεπτομερή τρόπο δουλειάς, την τεράστια εμπειρία παθολογίας, γενικής ιατρικής και γηριατρικής σε διάφορα νοσοκομεία και την εξειδίκευση στη θεραπευτική εκπαίδευση. Από τη Γαλλία, τον πλούτο της γνώσης,  την κλινική εμπειρία σε όλα τα κεφάλαια της ενδοκρινολογίας και την αίσθηση της ευθύνης ως ειδικός. «Ε»: Δε σας κούρασαν οι τόσες απαιτήσεις σε διάβασμα και εξειδίκευση; Καθόλου, γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία και δεν υπήρξα ποτέ τεμπέλα. Άλλωστε η νοοτροπία ενός ανθρώπου με το δικό μου παρελθόν, μόνο πιο μπροστά μπορεί να τον πηγαίνει. Σήμερα είμαι πολύ ικανοποιημένη και συμφιλιωμένη με τον εαυτό μου για όλα αυτά που του στέρησα, για τις ατελείωτες ώρες διαβάσματος και εργασίας, για τα παπούτσια που έλιωσα στις μετακινήσεις για τη δουλειά και για αυτά που δεν πρόλαβα πολλές φορές να βγάλω πριν αποκοιμηθώ στον καναπέ του σπιτιού μου, μετά τη δουλειά. Ή καλύτερα του κλουβιού μου, γιατί τα περισσότερα χρόνια ήμουν εσώκλειστη σε  ένα δωμάτιο. Έφτανε και περίσσευε για ένα μπάνιο και έναν ύπνο. Μόνο για αυτό βρισκόμουν στο σπίτι άλλωστε. «Ε»: Αφήνετε να εννοηθεί ότι οι συνθήκες ζωής δεν ήταν και πολύ εύκολες…Δεν ισχύουν όσα ωραία ακούγονται για την Ευρώπη και για την Ελβετία ; Σ.Π.: (χαμόγελο)…μη μπερδεύετε την τουριστική επίσκεψη με τη διαβίωση ως εργαζόμενος και εκπαιδευόμενος και ειδικά ξένος. «Ε»: Και μετά από όλα αυτά, ο γυρισμός στην Ελλάδα της κρίσης,  γιατί ; Και γιατί στην Ξάνθη; Σ.Π.: Γιατί αυτός ήταν ο σκοπός από την αρχή. Έχω μάθει να είμαι πιστή στα θέλω μου, να μένω σταθερή στο στόχο μου και να μην αποπροσανατολίζομαι από φαινομενικά πλεονεκτήματα, όπως τα χρήματα και η δόξα. Αν αυτές ήταν οι προτεραιότητές μου, ήξερα καλά πού να τα βρω. Δε θέλω να είμαι αχάριστη, ούτε να μεγαλοπιάνομαι. Και αν δε χρειαζόταν να κάνω τρεις ειδικότητες, ίσως να γύριζα και νωρίτερα. Εδώ είναι ο τόπος μου, το σπίτι μου, οι άνθρωποί μου. Οι ρίζες μου. Κουράστηκα να αλλάζω κάθε χρόνο σχεδόν, σπίτι, γειτονιά, νοσοκομείο, συναδέλφους και ασθενείς. Το έκανα για πολλά χρόνια, μια και η καριέρα απαιτεί θυσίες. Ήμουν μια ενθουσιώδης καριερίστρια. Κάποια στιγμή αυτό έπαψε να ισχύει. Έτσι απλά. Τώρα πια αισθάνομαι την ανάγκη να χτίσω σε μία πιο σταθερή βάση. Άλλωστε και η μητέρα μου σε λίγα χρόνια δε θα μπορούσε πια να με ακολουθεί. Κουράστηκε και εκείνη πολύ. Της το χρωστώ, όπως και σε όλους τους Ξανθιώτες που πίστεψαν σε μένα, φωτεινό παράδειγμα οι καθηγητές μου! Άλλωστε αυτοί ξέρουν ίσως καλύτερα από όλους. «Ε»: Γιατί όχι μια μεγάλη πόλη όπως η Αθήνα ή η Θεσσαλονίκη ; Με αυτά τα προσόντα, θα περίμενε κανείς να επιθυμείτε να δραστηριοποιηθείτε σε μια πόλη με μεγαλύτερες προοπτικές Σ.Π.: Αν ήταν να μείνω αλλού από το σπίτι μου, θα έμενα και στο εξωτερικό. Έχω συναίσθηση ότι αυτά που έχω κάνει είναι υπερβολικά για μια μικρή πόλη, συνάδελφοι με παρόμοια βιογραφικά που επέστρεψαν στην Ελλάδα είναι αυτή τη στιγμή καθηγητές πανεπιστημίου ή διευθυντές κλινικών. Δε θα ήθελα όμως να δυσκολέψω τη ζωή κανενός. Αξίζουν όλοι το χώρο και την ευκαιρία τους. Μου αρέσει να διεκδικώ μόνο αυτά που δικαιούμαι. Άλλωστε είμαι Ξανθιώτισσα και είναι ευκαιρία να επωφεληθεί και η επαρχία από αντίστοιχες υπηρεσίες μεγάλων πόλεων, όσο αυτό είναι εφικτό. Γι’ αυτό και δε θα επέστρεφα για να εγκατασταθώ αλλού από την Ξάνθη. Δεν αποκλείω το ενδεχόμενο συνεργασίας, αν και προς το παρόν έχω αρνηθεί. Όποιος ενδιαφέρεται ξέρει πού να με βρει. «Ε»: Νιώθετε ότι οι ξανθιώτες αναγνωρίζουν αυτή τη στάση που επιλέξατε; Σ.Π.: Δεν έχω παράπονο. Αλλά δεν είναι και ο αυτοσκοπός. Είμαι πλήρως συνειδητοποιημένη για την επιλογή μου. Άλλωστε όλοι κρινόμαστε. Παίρνω μεγάλη αναγνώριση και ηθική ικανοποίηση από τους ανθρώπους που με επισκέπτονται στο ιατρείο μου. Πάρα πολλοί γνωστοί και φίλοι, πολλοί καθηγητές μου. Είναι σημαντικό να σε εμπιστεύονται πρώτα αυτοί που σε γνωρίζουν, σημαίνει πολλά. Ένιωσα, όμως , να με αγκαλιάζει και πλήθος συναδέλφων και επαγγελματιών υγείας, με σχόλια πολύ τιμητικά αλλά και αγχωτικά συνάμα, ώστε να φανώ αντάξια των προσδοκιών τους. Είναι μεγάλη η ευθύνη. «Ε»: Η Ξάνθη είναι μία περιοχή με πολυπολιτισμικό πλούτο, τον οποίο γνωρίζατε ως παιδί, αλλά καλείστε τώρα με νέο ρόλο να βιώσετε. Πρέπει ο ιατρός να λαμβάνει υπόψη του την διαπολιτισμικότητα; Σ.Π.: Κοιτάξτε, έχω ασκήσει την ιατρική σε 4 χώρες, Ελλάδα, Ελβετία, Γαλλία, Βέλγιο. Στην Ελλάδα και την Ελβετία, σε περισσότερες από μια πόλεις. Έχω συναναστραφεί με πρωτευουσιάνους και επαρχιώτες διαφόρων ειδών, με κάθε καρυδιάς καρύδι. Από την ελβετική και γαλλική ελίτ και τους πάμπλουτους Αμερικανούς, Ρώσους και Άραβες τουρίστες με τις ιδιοτροπίες τους, έως οικονομικούς μετανάστες Αλβανικής, Πορτογαλικής, Ισπανικής, Τούρκικης και Σέρβικης καταγωγής, πολλούς αφρικανούς, κινέζους και πακιστανούς επίσης. Έχω εργαστεί σε γαλλο-μουσουλμανικό νοσοκομείο, που εξειδικεύεται σε μουσουλμανικούς πληθυσμούς, από διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές (Τουρκία, Μαρόκο, Τυνησία, Αλγερία), με μεγάλη εμπειρία, ακόμη και στη διαχείριση του σακχαρώδη διαβήτη κατά την περίοδο της μουσουλμανικής νηστείας. Σίγουρα δεν είμαι παντογνώστης, αλλά έχω εξασκήσει τόσες φορές τις προσαρμοστικές μου ικανότητες, που δε με τρομάζει καθόλου η συναναστροφή με τους συντοπίτες μου. Άλλωστε, η ιατρική δεν ξεχωρίζει φυλές, θρησκείες και κοινωνικές τάξεις. Βλέπει μόνο ανθρώπους, τον καθένα με τις ιδιαιτερότητές του. Και σε αυτό είμαι απόλυτη. «Ε»: Θα ξαναφεύγατε στο εξωτερικό; Σ.Π.: Δεν το έχω σκοπό. Βέβαια ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει η ζωή. Ίσως θα σκεφτόμουν στο μέλλον μια συνεργασία περιορισμένου χρόνου, που δε θα διατάραζε τις ισορροπίες του ιατρείου. Προς το παρόν, έχω ήδη αρνηθεί πολλές προτάσεις… Θέλω να επενδύσω στην Ξάνθη, στη σταθερότητα. Να ξεκουραστώ. Τώρα βέβαια, επειδή είμαι και πολύ συναισθηματική, δεν ξέρω πώς θα αντιδράσω αν πληγωθώ ή αν θυμώσω (γέλια).